- ευγράμματος
- εὐγράμματος, -ον (ΑΜ)μσν.γραμματισμένος, μορφωμένοςαρχ.καλλιγράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. εγ-γράμματος, μονο-γράμματος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐγράμματος — a good writer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγράμματον — εὐγράμματος a good writer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγραμματία — εὐγραμματία, ἡ (Α) [ευγράμματος] η καλλιγραφία … Dictionary of Greek